στιγματίζομαι

στιγματίζομαι
στιγματίζομαι, στιγματίστηκα, στιγματισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταστίζω — (Α καταστίζω) 1. διαστίζω, γεμίζω κάτι με στιγμές, με τελείες, κόμματα κ.λπ. ή με στίγματα 2. κάνω κάποιον ή κάτι ποικιλόχρωμο, παρδαλό, με στίγματα σε πολλά σημεία 3. διακοσμώ, διαποικίλλω, γαρνίρω αρχ. 1. καυτηριάζω, στιγματίζω 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”